- ὀρειπέλαργος
- ὀρει-πέλαργος, ὁ, a kind ofA vulture or eagle, the same as περκνόπτερος, Arist.HA618b34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορειπέλαργος — ὀρειπέλαργος, ὁ (Α) είδος αετού ή γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + πελαργός] … Dictionary of Greek
ὀρειπέλαργος — vulture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek